- ἠροάνθια
- ἠροάνθιαat which they wore spring flowersneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηροάνθια — ἠροάνθια, τά (Α) ανοιξιάτικη γιορτή τών γυναικών στην Πελοπόννησο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηρο (< έαρ, ήρος) + άνθος] … Dictionary of Greek
ηροσάνθεια — ἠροσάνθεια, τά (Α) τα ηροάνθια* … Dictionary of Greek